κοσμοπλάνος

κοσμοπλάνος
κοσμοπλάνος s. κοσμοπλανής.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπλάνος — κοσμοπλάνος, ὁ (Α) αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”